Η φυσιολογική αρτηριακή πίεση του ανθρώπου εξαρτάται από την ομαλή καρδιακή λειτουργία σε συνάρτηση με την φυσιολογική κατάσταση των αγγείων και τον επαρκή όγκο του αίματος. Η αρτηριακή πίεση εκφράζεται με δύο αριθμούς. Την συστολική πίεση ή "μεγάλη" και την διαστολική ή "μικρή". Τιμές αρτηριακής πίεσης με συστολική πίεση μεγαλύτερη από 140 mmHg ή διαστολική πίεση μεγαλύτερη από 90 mmHg θεωρούνται παθολογικές.
Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης γίνεται με συσκευές που ονομάζονται πιεσόμετρα. Τα πιο αξιόπιστα θεωρούνται τα υδραργυρικά πιεσόμετρα. Η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης δεν γίνεται με μια μόνο μέτρηση. Απαιτούνται επανειλημμένες μετρήσεις σε διαδοχικές επισκέψεις στον ιατρό (4-6 επισκέψεις ανά 1-2 εβδομάδες).
Στο 85-90% των υπερτασικών ασθενών δεν μπορεί να αποκαλυφθεί το αίτιο της αρτηριακής υπέρτασης και γι' αυτό ονομάζεται ιδιοπαθής. Στο υπόλοιπο ποσοστό η αρτηριακή υπέρταση οφείλεται σε συγκεκριμένες αιτίες όπως:
- Η λήψη φαρμάκων (π.χ. αντισυλληπτικά, κορτιζόνη)
- Νοσήματα των νεφρών
- Νοσήματα των ενδοκρινών αδένων, όπως επινεφριδίων, θυρεοειδούς κ.ά.
- Παθήσεις αγγείων όπως της αορτής
- Υπερτασική νόσος της κύησης
Στα υπερτασικά άτομα προτείνεται η αλλαγή του τρόπου ζωής, όπως διακοπή του καπνίσματος, ελάττωση της κατανάλωσης αλκοόλ, καφέ, αλατιού, η ελάττωση του σωματικού βάρους και τακτική άσκηση αερόβιου τύπου (π.χ. γρήγορο περπάτημα επί 30 λεπτά 3 φορές την εβδομάδα). Επίσης απαιτείται γενικότερη αλλαγή των διατροφικών συνηθειών με περιορισμό του ζωικού λίπους και αύξηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών. Αν η αλλαγή του τρόπου ζωής δεν αποδώσει σε διάστημα περίπου 6 μηνών τότε προτείνεται φαρμακευτική αγωγή. Σε υπερτασικά άτομα χωρίς διαβήτη ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, η θεραπεία αποσκοπεί στην ελάττωση της συστολικής και της διαστολικής αρτηριακής πίεσης κάτω από 140/90mmHg. Όταν συνυπάρχει διαβήτης και νεφρική ανεπάρκεια η θεραπεία έχει στόχο τιμές μικρότερες από 130/80mmHg.