Λέγοντας υπερλιπιδιμία εννοούμε την αύξηση της χοληστερόλης (υπερχοληστεριναιμία), των τριγλυκεριδίων (υπερτριγλυκεριδαιμία) ή και των δύο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται σαφές αίτιο και η υπερλιπιδαιμία χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής. Ιδιαίτερα στην αμιγή αύξηση της χοληστερόλης η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο.'Aλλα αίτια υπερχοληστεριναιμίας είναι παθήσεις όπως ο υποθυρεοειδισμός, η χολόσταση, το νεφρωσικό σύνδρομο, η λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων και άλλα. Αύξηση των τριγλυκεριδίων παρατηρείται σε παχύσαρκα άτομα, σε κατάχρηση οινοπνεύματος, σε σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια ή με τη λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων.
Ανώτατο φυσιολογικό όριο της ολικής χοληστερόλης θεωρείται τα 200 mg/dl. Τιμές μεταξύ 200-240 mg/dl θεωρούνται οριακά αυξημένες.
Φυσιολογικές τιμές της HDL χοληστερόλης (λιποπρωτεϊνη υψηλής πυκνότητας ή "καλή χοληστερόλη") θεωρούνται 35-55 mg/dl στους άνδρες και 45-65 mg/dl στις γυναίκες. Όσο ψηλότερη είναι η HDL τόσο μεγαλύτερη είναι η προστατευτική της δράση στην αθηρωμάτωση των αγγείων. Φυσιολογικές τιμές της LDL χοληστερόλης (λιποπρωτεϊνη χαμηλής πυκνότητας ή κακή χοληστερόλη) θεωρούνται τιμές κάτω από 160 mg/dl. Όσο χαμηλότερη είναι η LDL τόσο μειώνεται η πιθανότητα για την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου. Σε άνδρες ή γυναίκες που παρουσιάζουν και άλλους αυξημένους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, η τιμή της LDL θα πρέπει να είναι κάτω από 100 mg/dl.
Η τιμή των τριγλυκεριδίων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200 mg/dl.
Η υπερλιπιδαιμία δεν προκαλεί συμπτώματα. Προκαλεί όμως κυρίως μαζί με άλλους παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, η αρτηριακή υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, το stress και η καθιστική ζωή, αθηρωμάτωση των αγγείων (αρτηριοσκλήρυνση) με κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων κ.λ.π..
Η δίαιτα σε συνδυασμό με την σωματική άσκηση (βάδισμα), αποτελεί το πιο σημαντικό προληπτικό και θεραπευτικό μέσο. Οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν τις λιπαρές τροφές (π.χ. χοιρινό λίπος, κρόκος αυγού, γαρίδες κ.λ.π.) και να προτιμούν άπαχο κρέας (π.χ. κουνέλι ή κοτόπουλο), ψάρι, λαχανικά, ελαιόλαδο και φρούτα. Πρέπει επίσης να προτιμούν την κατανάλωση άπαχου γάλακτος, άπαχου γιαουρτιού ή τυριού (π.χ. ανθότυρο).
Καθοριστικός επίσης είναι ο ρόλος της απώλειας του πλεονάζοντος σωματικού βάρους, τόσο με δίαιτα όσο και με καθημερινή σωματική άσκηση.
Φάρμακα χορηγούνται όταν μετά από πολύμηνη δίαιτα (3-4 μήνες), δεν έχει επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η φαρμακευτική αγωγή πάντοτε συνδυάζεται με τη δίαιτα και ποτέ δεν την υποκαθιστά.